-
1 αἰδέομαι
αἰδέομαι, vgl. αἴδομαι, αἰδεῖο Od. 9, 269 Iliad. 24, 503 imper. praes.; fut. αἰδέσομαι z. B. Xen. Mem. 3, 5, 15. Hom. αἰδέσεται Iliad. 24, 208, αἰδέσσομαι v. l. αἰδήσομαι Od. 14, 388; aor. ᾖδέσϑην z. B. Xen. An. 3, 2, 4; ehrfurchtsvolle Scheu haben, bes. die Götter scheuen, Δία Aesch. Ag. 353; Her. 9, 7; ϑεούς Eur. Hipp. 1258; αἰδεσϑεὶς βασιλῆος ἐνιπὴν αἰδοίοιο Il. 4, 402; τοκῆας Her. 1, 5; τύμβον πατρός Aesch. Ch. 104; Aesch. Suppl. 632; ἱκετηρίας Her. 7, 141; βωμὸν δίκας Aesch. Eum. 511; ὅρκον Soph. O. R. 647; Ζηνὸς κότον Aesch. Suppl. 473; ἄλλους ἀνϑρώπους αἰδέσϑητε, scheuet euch vor ihnen, fürchtet ihren Tadel, Od. 2, 65; Τρῶας Il. 6, 442; oft Trag.; in Prosa: ϑεούς Plat. Legg. XI, 920 e, οὔτε ἀνϑρώπους αἰδούμενος, οὔτε ϑεοὺςσεβόμενος X, 886 bvgl. VIII, 837 c; von δεδιέναι unterschieden Euthyphr. 12 b wie αἴδεσϑεν μὲν ἀνήνασϑαι, δεῖσαν δ' ὑποδέχϑαι Il. 7, 93; φοβοὖμαι τοὺς μοχϑηρούς, οὐ γὰρ εἴποιμι ἂν ὥς γε αἰδοῠμαι Legg. X, 886 a; τοὺς πρεσβυτέρους Xen. Mem. 3, 5, 15; Plut. ed. pu. 10 sagt δεῖ τοὺς ϑεοὺς σέβεσϑαι, γονέας τιμᾶν, πρεσβυτέρους αἰδεῖσϑαι. – Mit dem inf. sich scheuen etwas zu thun, aus sittlichen Gründen, nicht aus Furcht, μίσγεσϑαι ἀϑανάτοισιν Il. 24, 90, γυμνοῦσϑαι Od. 6, 221; ματέρα κτανεῖν Aesch. Ch. 886; ὀνομάζειν Εὐμενίδας Eur. Or. 37; Pind. N. 5, 14; ϑεὰν ὀνομάζειν αἰδοῠμαι Eubul. Ath. VII, 300 c; – mit dem partic. Soph. Ai. 506; Luc. D. D. 17, 2 Asin. 4; Add. 3 (VI, 228) ἔργων αἰδεσϑείς, seiner Arbeit wegen sich scheuend; ἐπί τινι Dion. H. 6, 92; ὑπέρ τινος, sich in Jemandes Namen schämen, Plut. Cim. 2. – Der aor. med. ᾖδεσάμην hat bei Hom. dieselbe Bedtg, ϑεῶν ὄπιν ᾑδέσατο Od. 21, 28, αἴδεσσαι Il. 9, 640; so auch αἴδεσαι Soph. Ai. 506 = αἰδέσϑητι. Gew. aber heißt er: sich scheuen einen Bittenden abzuweisen, ihn begnadigen, ἤν πως ἡλικίην αἰδέσσεται ἠδ' ἐλεήσῃ γῆρας Il. 72, 419; u. so in Prosa immer dem unfreiwilligen Todtschläger verzeihen, ἐὰν αἰδέσηται καὶ ἀφῂ Dem. 37, 59. 38, 22, wie αἰδούμενος Plat. Legg. IX, 877 a; aber 23, 72 ἕως ἂν αἰδέσηταί τινα, zum Mitleid bewegen, von Harpocr. ἐξιλάσασϑαι καὶ πεῖσαι erkl.; daher ᾐδεσμένος 23, 72, einer der erbeten werden und begnadigt hat. – So auch das fut. αἰδέσεται Iliad. 24, 208, wo Ariston. ὅτι ἀντὶ τοῦ προςδέξεται ὡς ἱκέτην, mit Verweisg auf 22, 124, wo derselbe ὅτι αἰδέσεται ὡς ἱκέτην προςδέξεται· »αἰδεῖσϑαί ϑ' ἱερῆα ( Iliad. 1, 23)«; also nahm Aristarch auch das praes. 1, 23 in dieser Bedeutg, mit Recht; vgl. Apoll. Lex. Hom. 15, 3.
-
2 διά-στασις
διά-στασις, ἡ, 1) das Auseinanderstehen, Spaltung; ὀρέων Her. 7, 129; die Entfernung, Plat. Tim. 36 b; τόπων, Pol. 1, 18, 4; Unterschied, Plat. Rep. II, 360 e; τῆς γῆς, Erdspalte, Arist.; übertr., αὐτῇ συμβέβηκε δ. πρὸς τὸν ἄνδρα, sie hatte sich von ihm getrennt, Plut. Sull. 35; vgl. Aem. 5. – 2) Zwiespalt, Zwietracht, τοῖς νέοις ἐς τοὺς πρεσβυτέρους Thuc. 6. 18; Plat. Legg. V, 744 d, καὶ στάσις, wie Arist. Polit. 4, 17. – Bei Theophr. = Ausartung der Pflanzen; bei Medic. = Verrenkung.
-
3 πρέσβυς
πρέσβυς, ὁ, gen. υος u. εως, 1) alt, der Alte; vom sing. in dieser Bdtg nur nom., acc. u. voc. πρέσβυν u. πρέσβυ gebräuchlich (vgl. πρέσβα u. πρέσβειρα, wonach die Ableitung Döderlein's von πρέπω, der sich durch seine Würde auszeichnet, in die Augen fallend, ehrwürdig, viel für sich hat); ἐν βουλαῖς πρέσβυς, Pind. P. 4, 282; ἡγεμὼν ὁ πρέσβυς νεῶν Ἀχαϊκῶν, Aesch. Ag. 177; ἄναξ, 198. 516; Soph. Phil. 558. 661 u. öfter im nom., acc. u. voc., wie bei Eur. u. a. D. – Nach Arist. H. A. 9, 11 hieß so auch der Zaunkönig. – Häufiger im compar. u. superl., πρεσβύτερος, der ältere, πρεσβύτατος, der älteste; γενεῇ μὲν ὑπέρτερός ἐστιν Ἀχιλλεύς, πρεσβύτερος δὲ σύ ἐσσι, Il. 11, 787, vgl. 15, 204; πρεσβύτατος γενεῇ, der Aelteste von Geburt, 6, 24; καί με πρεσβυτάτην τέκετο Κρόνος, 4, 59, wie πρεσβύτατον ἔτεκεν Pind. Ol. 7, 74; πρεσβύτερος ἐνιαυτῷ, Ar. Ran. 18, u. so in Prosa nicht selten: ὡς πρεσβύτερος νεωτέροις, Plat. Prot. 320 c; πρεσβυτέρους τοὺς ἄρ χοντας δεῖ εἶναι, Rep. III, 412 c, u. sonst, τῷ πρεσβυτάτῳ τῶν ἐκγόνων, Critia. 114 d, Xen. πρεσβύτεροι im Ggstz von παῖδες, Cyr. 1, 2, 2; Folgde überall; ὑπεξαναστῆναι πρεσβυτέρῳ, Plut. Lyc. 20. (Die Formen πρέσβιστος u. πρεσβίστατος s. oben besonders.) – Auch im plur. οἱ πρέσβεις, dat. πρέσβεσιν, die Alten, gew. mit dem Nebenbegriffe die Geehrten, Angesehenen; Aesch. Pers. 826; bei Hes. Sc. 245 πρέσβηες (s. ob. πρεσβεύς). – In der Bdtg geehrt, ehrwürdig compar. u. superlat. auch in Prosa; vgl. nihil antiquius habere, τὰ τοῠ ϑεοῠ πρεσβύτερα ποιεῖσϑαι ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν, das die Gottheit Betreffende höher in Ehren halten, Her. 5, 63; πρεσβύτερον κακὸν κακοῠ, was größer, gewichtiger ist, Soph. O. R. 1364; πρεσβύτατον τοῦτο κρίνας, Thuc. 4, 61; ἐμοὶ οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον τοῠ ὡς ὅτι βέλτιστον ἐμὲ γενέσϑαι, Plat. Conv. 218 d; χρεῶν πάντων πρεσβύτατα, Legg. IV, 717 d; u. adv., πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι, Rep. VIII, 548 c, die Gymnastik in höheren Ehren halten als die Musik. – 2) der Gesandte, weil man dazu die Aeltesten und Angesehensten wählte; im sing. nur bei Dichtern, wie Aesch. Suppl. 708, ἴσως γὰρ κήρυξ τις ἢ πρέσβυς μόλοι; vgl. ὁ πρέσβυς οὔτε τύπτεται οὔϑ' ὑβρίζεται, Schol. Il. 4, 394; gen. πρέσβεως, Ar. Ach. 93; in Prosa πρεσβευτής. – Im plur. οἱ πρέσβεις, τῶν πρέσβεων, auch in Prosa, Thuc. u. A., wie Plat. Rep. VIII, 560 d; Xen. u. sonst. – 3) In der spartanischen Verfassung hat auch der sing. ὁ πρέσβυς, der Aelteste, eine politische Bedeutung und findet sich auch der gen. πρέσβεως dazu, Inscr. 1463. 1375.
См. также в других словарях:
διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… … Dictionary of Greek
Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… … Dictionary of Greek
σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek
АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в … Православная энциклопедия
διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί … Dictionary of Greek
Χαρίτων — I Συγγραφέας του 2ου αι. π.Χ., από την Αφροδισιάδα της Κύπρου. Έγραψε το πρώτο μυθιστόρημα στην ελληνική φιλολογία: Τα κατά Χαιρέαν και Καλλιρόην. Την υπόθεσή του δανείστηκε από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, αλλά λείπει από τα έργα εντελώς, η πλοκή … Dictionary of Greek
INUNCTIO — infirmorum memorata Iacobo c. 5. v. 14. Α᾿ςθενεῖ τις εν ὑπῖν; προςκαλεσάςθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ε᾿κκλησίας, καὶ προσευξάςθωσαν ἐπ᾿ αὐτὸν, ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλάιῳ εν τῷ ὀνόματι τȏυ Κυρίου etc. Infirmatur aliquis inter vos accersat Presbyteros… … Hofmann J. Lexicon universale
πατρίκιος — Επίσκοπος Προύσας, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν πολύ μορφωμένος κληρικός και έζησε πιθανόν τον 3o αι. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, μαζί με τους πρεσβύτερους Ακάκιο, Μένανδρο και Πολύαινο. Η μνήμη του τιμάται στις 19 Μαΐου. * * * ο, θηλ … Dictionary of Greek
συγκινώ — συγκινῶ, έω, ΝΑ [κινῶ] ταράζω κάποιον ψυχικά, διεγείρω τον συναισθηματικό κόσμο κάποιου, προξενώ συναίσθημα λύπης ή χαράς («συγκινήθηκα πολύ όταν τόν είδα») αρχ. 1. συνταράσσω («συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους», ΚΔ) 2. ανακινώ,… … Dictionary of Greek
σύνθρονο — Στη χριστιανική τέχνη ονομάζεται σ. η σειρά θρόνων στην κόγχη του Άγιου Βήματος πίσω από την Αγία Τράπεζα των ναών. Οι θρόνοι αυτοί είναι ξύλινοι ή μαρμάρινοι. Από αυτούς, ο μεσαίος που είναι και ο ψηλότερος προοριζόταν για τον επίσκοπο, οι δε… … Dictionary of Greek
υπανάστασις — άσεως, ἡ, Α [ὑπανίστημι] το να σηκώνεται κανείς από τη θέση του για να καθήσει ένας άλλος («ὑπαναστάσει τιμᾱν τοὺς πρεσβυτέρους», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek